- εὐλύρας
- εὐλύρᾱς , εὐλύραςmasc acc plεὐλύρᾱς , εὐλύραςmasc nom sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευλύρας — εὐλύρας, ὁ (Α) (επίθ. τού Απόλλωνος) αυτός που παίζει καλά τη λύρα, ο εύλυρος («Πύθιος εὐλύρας Απόλλων», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ευ + λύρα] … Dictionary of Greek
εὐλύραν — εὐλύρᾱν , εὐλύρας masc acc sg (attic epic doric aeolic) εὐλύρας masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλύρᾳ — εὐλύραι , εὐλύρας masc nom/voc pl εὐλύρᾱͅ , εὐλύρας masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Сиринга — (др. греч. σῦριγξ) древнегреческий музыкальный инструмент, род продольной флейты. Термин впервые встречается в «Илиаде» Гомера (X,13). Различались одноствольная сиринга (σῦριγξ μονοκάλαμος) и многоствольная сиринга ( … Википедия